Είχε μέρες να έρθει η οχτάχρονη κόρη μου στην Αγκρέκο και δεν είχε δει την τελευταία μου αυτοπροσωπογραφία. Το μάτι της έπεσε αμέσως πάνω της και χαμογέλασε.
– Γιατί σε ζωγράφισες νέο;
Μετά έκανε τη βόλτα της, έπαιξε, έτρεξε, ξεκίνησε να ζωγραφίζει κάτι και σε ανύποπτο χρόνο με ρωτάει:
– Μπαμπά, γιατί πουλιέσαι;
– Πως;!
– Λέω γιατί πουλιέσαι;
– Δεν σε καταλαβαίνω, τι εννοείς γιατί πουλιέμαι;
– Γιατί πουλιέσαι, ξαναλέει επίμονα και με το βλέμμα της μου δείχνει την αυτοπροσωπογραφία μου , η οποία , πράγματι, έχει μία τιμή άνω των 100 ευρώ.
– Ααα! (τότε μόνο κατάλαβα). Όπως πουλάω τις άλλες ζωγραφιές μου, έτσι πουλάω κι αυτή.
– Ναι αλλά είσαι εσύ.
– Ναι εγώ είμαι, ήταν το καλύτερο που βρήκα να πω.
Αργότερα, κι ενώ ήμασταν στην αυλή, πέρασε ένας γνωστός και μας χαιρέτησε. Είχε καιρό να δει την κόρη μου κι άρχισε τα χαζά κομπλιμέντα που συνήθως κάνουν οι μεγάλοι στα παιδιά, για να καταλήξει ρωτώντας με «Πουλείς την μρε; Πουλείς την;»
– Όι δα! Σιγά μη την πουλώ! Αυτή με πουλάει!
απάντησα εξίσου ανόητα και αφού γελάσαμε, απομακρύνθηκε ο γνωστός. Και τότε μου λέει αμέσως η κόρη μου:
– Μπαμπά, γιατί λες ψέματα; Αφού μόνος σου πουλιέσαι!
μα μιλάτε σοβαρά;