Όπου κι αν περπατήσει κανείς, στις άκρες των δρόμων ή και μέσα στα σπίτια, βρίσκει τάφους ωραίων αισθημάτων.
«Ενθάδε κείται ο έρωτας για τα ωραία πράγματα», παρακεί οι μικρές χαρές, αλλού η αγάπη που γεννά ανώτερα συναισθήματα, πιο πέρα η ικανοποίηση από τη δημιουργία.
Όλη η χώρα ένα νεκροταφείο όμορφων συναισθημάτων, τόπος για να γλεντούν καθημερινά τα παιδιά της κρίσης.
Γιατί και η κρίση είναι αίσθημα:
Το αίσθημα της ματαίωσης όταν σε απολύουν από τη δουλειά σου.
Το αίσθημα της απόγνωσης όταν δεν έχεις να πληρώσεις νοίκια, ρεύμα, χαράτσια, φαγητό για τα παιδιά σου…
Το αίσθημα της απελπισίας και της φρίκης με τις τόσες αυτοκτονίες καθημερινά.
Το αίσθημα της χαιρεκακίας όταν αυτοϊκανοποίεσαι με τον πόνο των άλλων και ο θυμός των άλλων μαζί σου.
Ο θυμός όλων γι αυτούς που φταίνε και για την ανυπαρξία δικαιοσύνης.
Το αίσθημα της απογοήτευσης για τις ελπίδες που δεν βγαίνουν, για το όνειρο που δεν ξεδιαλύνει, για τους φίλους που δεν καταλαβαίνουν, για τον κόσμο όλο που δεν σε νοιάζεται…
Το αίσθημα του φόβου για ένα μέλλον που φαντάζει χειρότερο από το παρόν.
Αυτά τα αισθήματα, τα παιδιά της κρίσης, έχουν κατακλύσει την Ελληνική κοινωνία και έχουν φτιάξει στην κυριολεξία ένα εφιαλτικό σκηνικό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πριν λίγα χρόνια. Δεν γίνεται όμως να ζήσουμε υγιείς σε ένα τόσο τοξικό περιβάλλον. Για πόσο ακόμα;
Ένα ποτήρι με νερό μπορούμε να το κρατάμε σηκωμένο για δύο λεπτά δίχως πρόβλημα, αλλά όχι και για δυο ώρες. Πόσο ακόμα μπορούμε να σηκώσουμε όλα τα παραπάνω φρικτά συναισθήματα δίχως να τρελαθούμε;
Στους τάφους που είναι ολόγυρά μας, οι ομορφιές δεν έχουν πεθάνει, γιατί είναι αθάνατες. Δεν είναι τρομακτικά φαντάσματα αυτά που φωνάζουν να τα βγάλουμε έξω στο φως. Είναι η ζωή που δεν υπάρχει δίχως την ομορφιά.
Πως μας κατάφεραν να τη θάψουμε;
μα μιλάτε σοβαρά;