Ζόρικα χρόνια παιδικά, δουλειά εις τα’ χω ράφια
Και η χειρότερη δουλειά: όργωμα στα θρανία.
Για ν’ αποφύγω κάματο κ’ ίδρωτες , σκάπτων χώμα
Είπα ένα «ωχ!» και το ‘ριξα εις την καλλιτεχνία.
Κι είπα «γεια χαρά βρυσούλες , δεν ξαναδιψάζομαι»
Φλογέρα παίζων φλογερή , υπό καυτού ηλίου
Ηλίαση έχω διαρκή, καλή σελήνη αρμέγω.
Καλός στις τέχνες του καλού, μα και εις του μετρίου.
Εν τέλει κα κατάληξα, να βόσκω ως ποιητής
Δυο τέλι κα κατάληξα, να γίνω και ζωγράφος.
Όμως, ζητών προσδιορισμό της μία μόνο λέξης
Λέω και το αποφάσισα, πως είμαι ποιητάφος.
μα μιλάτε σοβαρά;