το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του πρωθυπουργού

Στον Ιωάννη Γιάννη Ντούβαλο ανατέθηκε από την κυβέρνηση και σε συνεργασία με κορυφαία στελέχη της, να συντάξει το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του πρωθυπουργού.

Όπως είχα αναφέρει και σε προηγούμενη γανάρα, τυγχάνω γνωστός του λαμπρού ετούτου ποιητή και ανθρώπου των γραμμάτωνε. Σας παρουσιάζω λοιπόν σήμερα, πρώτος απ΄ όλους, το κείμενο του διαγγέλματος, το οποίο, εκτός δραματικού απροόπτου, θα είναι το εξής:

Ελληνικέ λαέ! Είμαι η εκπλήρωση των πιο τρελών ονείρων του κάθε δημόσιου υπαλλήλου. Από προαγωγή σε προαγωγή τελικά διορίστηκα πρωθυπουργός εκ ΔΝΤ και ΠαΣόΝ των τραπεζών

Μικρό δεντράκι ήμουνα
Που φύτρωνα σε ξέρα
Μα τώρα με το ΔΝΤ
Πήρα άλλον αέρα. Περισσότερα

και είπε το νέον έτος

 

κλικ εδώ

μοιρασιά

Η κόρη μου (5 χρονών) και η ξαδέρφη της (6) είπαν χτες τα κάλαντα σε κάτι γνωστούς και συγγενείς

Το ενδιαφέρον της ιστορίας είναι το πως μοίρασαν τα λεφτά:

Η μία πήρε τα κέρματα κι η άλλη τα χάρτινα!

Όταν το βράδυ προσπαθήσαμε να τους εξηγήσουμε πως δεν τα μοίρασαν σωστά, έβαλαν τα κλάματα.

Επέμεναν πως έτσι έπρεπε να τα μοιράσουν και πως εμείς δεν ξέρουμε.

Μάλλον έχουν δίκιο.

Η αξία των χρημάτων έγκειται στο τι κάνεις μ’ αυτά.

 

να τα πούμε;

Παραμονή Χριστουγέννων, ο Δημητράκης με το Νικολάκη βγήκαν να πουν τα κάλαντα. Ξεκίνησαν, λοιπόν πρωί, πρωί από την πολυκατοικία του Δημητράκη και με τα τρίγωνα στο χέρι ανέβηκαν στον έκτο όροφο.

Στην αρχή, τα πράγματα πήγαιναν καλά. Στο πρώτο κουδούνι δεν άνοιξε κανείς. Στο δεύτερο άνοιξε ο μπάρμπα Στέλιος ο κουφός. Στο τρίτο άνοιξε η κυρά Μαρίνα με το αλτσχάιμερ. Εκεί μάλιστα μπήκαν τρεις φορές και τα είπαν . Στο τέταρτο κουδούνι όμως έπεσαν πάνω στην κυρία Σίσυ. Περισσότερα

red bull

 

Ως γνωστόν ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη

Ο συγκεκριμένος κούκος ομως έχει αναμαζώξει πολλές κουκίτσες.

Δεν πάω καλά!

 

το ξόρκι

Δρόμος κεντρικός. Cafe το «Γού.Ρι» – Γεώργιος Ρωμαίος. Φραπέδες, καπουτσίνοι, τάβλι, άραγμα. Ο Πίκος ανάσκελα σε τρεις καρέκλες είχε πέσει σε βαθιά περισυλλογή μελετώντας την εφημερίδα «ο Γαύρος». Σ’ αυτή την κατάσταση τον πέτυχε ο Σωτήρης, που έτυχε να περνά απ’ έξω.

«Ρε Πίκο! Τι γίνεσαι ρε;»
«Που’ σαι ρε παλιόφιλε; Που χάθηκες;»
«Εγώ χάθηκα ή εσύ χάθηκες;»
Και μιας και οι χαμένοι ξαναβρέθηκαν στο Γού.Ρι, ο Σωτήρης παράγγειλε καφέ κι έκατσε. Κι αφού είπανε τα προκαταρκτικά , κουβέντα στην κουβέντα ο Σωτήρης , που κόβει και το μάτι του, αμολάει την ερώτηση:
«Έχεις τίποτα ρε Πίκο; Σα στεναχωρημένος μου φαίνεσαι»
«Άααχ!» ξεφύσηξε αυτός με πολύ ζόρικο αναστεναγμό.
«Με απέλυσαν απ’ τη δουλειά. Με σχόλασε κι η Κάθριν.»
«Όφου διπλός καημός!» Περισσότερα

Ιωάννης Γιάννης Ντούβαλος

   Στο Δημοτικό είχα έναν συμμαθητή, τον Γιάννη το Ντούβαλο , τον οποίο,  όπως ήταν φυσικό, όλοι Γιάννη τον φωνάζαμε. Ο δάσκαλος όμως, όταν άνοιγε τον κατάλογο, τον φώναζε Ιωάννη. Είναι εύκολο να δημιουργηθεί σύγχυση στο μυαλό  των ανθρώπων, πόσω μάλλον στο μυαλό των παιδιών. Έτσι κι ο συμμαθητής μου, όταν έγραφε τ’ όνομά του στα βιβλία ή στις ετικέτες των τετραδίων, υπέγραφε ως Ιωάννης Γιάννης Ντούβαλος.

Από πολύ μικρός φαινόταν πως είχε ποιητική φλέβα και το’ δειχνε σε κάθε ευκαιρία. Όπως τότε που μας έβαλαν έκθεση με θέμα την Άνοιξη:
«Μπήκε η Άνοιξη. Ήρθαν τα χελιδόνια. Ω τι χαρά μεγάλη! Το είπα στην αδερφή μου και χέστηκε από τη χαρά της.»
Ιωάννης Γιάννης Ντούβαλος
Όποτε είχαμε κανένα ποίημα στο Αναγνωστικό, η προσήλωση του ήταν τέτοια που μπορούσε να κοιμηθεί όρθιος με ανοιχτά τα μάτια!
Μια φορά ρώτησε το δάσκαλο τι είναι η ποίηση.
«Και τι σε νοιάζει εσένα ρε Ντούβαλε; Μήπως πρόκειται να γίνεις ποιητής;»
Τα λόγια αυτά τον πλήγωσαν πολύ, αλλά δεν το’ βαλε κάτω. Ρώτησε και τη μάνα του.
«Ρε μάνα, τι είναι η ποίηση;» Περισσότερα

άγγελος κηρίου

κλικ εδώ